παιανισμός

παιανισμός
παιανισμός, ὁ (Α) [παιανίζω]
1. το να ψάλλει κανείς τον παιάνα
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ᾠδή ἐπὶ ἀπαλλαγῇ κακῶν».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιανισμός — παιᾱνισμός , παιανισμός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτανισμός — ὁ, Α παιανισμός («ὁ παιανισμός τῶν Θρᾳκῶν τιτανισμὸς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων λέγεται, κατὰ μίμησιν τῆς ἐν παιᾱσι φωνῆς», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτάνες + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • ιβίβυος — ἰβίβυος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παιανισμός» …   Dictionary of Greek

  • παιωνισμός — παιωνισμός, ὁ (Α) [παιωνίζω] το να ψάλλει κανείς παιάνα, παιανισμός …   Dictionary of Greek

  • παιανισμοῖς — παιᾱνισμοῖς , παιανισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανισμοῦ — παιᾱνισμοῦ , παιανισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανισμῷ — παιᾱνισμῷ , παιανισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανισμόν — παιᾱνισμόν , παιανισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”